unguento Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El médico me recetó un ungüento para la piel.
🇬🇷 Ο γιατρός μου συνέστησε μια αλοιφή για το δέρμα.
🇪🇸 Aplicó el ungüento en la herida.
🇬🇷 Εφάρμοσε την αλοιφή στο τραύμα.
|
médico | |
|
común
🇪🇸 Usa un ungüento para hidratar la piel.
🇬🇷 Χρησιμοποιεί μια καλλυντική κρέμα για να ενυδατώσει το δέρμα.
🇪🇸 El ungüento ayudó a aliviar la irritación de la piel.
🇬🇷 Η κρέμα βοήθησε στην ανακούφιση ερεθισμού του δέρματος.
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇪🇸 Se recomienda usar un ungüento externo para la inflamación.
🇬🇷 Συνιστάται η χρήση εξωτερικής αλοιφής για τη φλεγμονή.
🇪🇸 El ungüento se aplica tópicamente.
🇬🇷 Η αλοιφή εφαρμόζεται τοπικά.
|
técnico | |
|
raro
🇪🇸 El doctor usó un ungüento para sellar la herida.
🇬🇷 Ο γιατρός χρησιμοποίησε κόλληση για να σφραγίσει το τραύμα.
🇪🇸 El ungüento puede referirse a un material adhesivo.
🇬🇷 Η λέξη μπορεί να αναφέρεται σε ένα υλικό συγκόλλησης.
|
legal |