stock Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 The store has large stock of products
🇬🇷 Το κατάστημα έχει μεγάλο απόθεμα προϊόντων
🇪🇸 We need to check the stock before ordering
🇬🇷 Πρέπει να ελέγξουμε τα αποθέματα πριν παραγγείλουμε
|
negocios | |
|
común
🇪🇸 Stock levels are low
🇬🇷 Τα επίπεδα αποθέματος είναι χαμηλά
🇪🇸 The stock was updated in the database
🇬🇷 Το απόθεμα ενημερώθηκε στη βάση δεδομένων
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 I left the goods in the stock
🇬🇷 Άφησα τα εμπορεύματα στην αποθήκη
🇪🇸 The stock is located at the back of the store
🇬🇷 Η αποθήκη βρίσκεται στο πίσω μέρος του καταστήματος
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 The company maintains a large stock of raw materials
🇬🇷 Η εταιρεία διατηρεί μεγάλο απόθεμα πρώτων υλών
🇪🇸 Stock management is crucial for inventory control
🇬🇷 Η διαχείριση αποθεμάτων είναι κρίσιμη για τον έλεγχο αποθέματος
|
formal |