recordar Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Recuerdo tu consejo
🇬🇷 Θυμάμαι τη συμβουλή σου
🇪🇸 Nunca olvidaré lo que me dijiste
🇬🇷 Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό που μου είπες
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇪🇸 El testigo recordó los hechos
🇬🇷 Ο μάρτυρας ανακάλεσε στη μνήμη τα γεγονότα
🇪🇸 Recordar los detalles importantes
🇬🇷 Ανακαλώ στη μνήμη τις σημαντικές λεπτομέρειες
|
formal | |
|
común
🇪🇸 ¿Recuerdas aquella vez?
🇬🇷 Θυμάσαι εκείνη τη φορά;
🇪🇸 Me acuerdo de todo
🇬🇷 Θυμάμαι τα πάντα
|
coloquial | |
|
formal
🇪🇸 Las viejas memorias vuelven
🇬🇷 Οι παλιές αναμνήσεις επιστρέφουν
🇪🇸 Sus recuerdos de infancia son dulces
🇬🇷 Οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας είναι γλυκές
|
literario |