obrera Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 La obrera participó en la huelga.
🇬🇷 Η εργάτρια συμμετείχε στην απεργία.
🇪🇸 Las obreras del taller están organizadas.
🇬🇷 Οι εργάτριες του εργαστηρίου είναι οργανωμένες.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 La obrera trabaja mucho.
🇬🇷 Η εργάτρια δουλεύει πολύ.
🇪🇸 Las obreras en la fábrica son muchas.
🇬🇷 Οι εργάτριες στο εργοστάσιο είναι πολλές.
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 La historia de la obrera refleja la lucha social.
🇬🇷 Η ιστορία της εργάτριας αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό αγώνα.
🇪🇸 Las obreras buscan justicia y derechos.
🇬🇷 Οι εργάτριες αναζητούν δικαιοσύνη και δικαιώματα.
|
literario | |
|
informal
🇪🇸 Esa obrera siempre llega tarde.
🇬🇷 Αυτή η εργάτρια πάντα αργεί.
🇪🇸 Las obreras están en la esquina.
🇬🇷 Οι εργάτριες είναι στη γωνία.
|
coloquial |