dental Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Tratamiento dental
🇬🇷 Οδοντιατρική θεραπεία
🇪🇸 Servicios dentales
🇬🇷 Οδοντιατρικές υπηρεσίες
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Dental equipment
🇬🇷 Οδοντιατρικός εξοπλισμός
🇪🇸 Dental tools
🇬🇷 Οδοντιατρικά εργαλεία
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 Dental research
🇬🇷 Επιστημονική έρευνα στον τομέα της οδοντιατρικής
🇪🇸 Dental materials
🇬🇷 Υλικά για οδοντιατρική
|
científico | |
|
común
🇪🇸 Dental hygiene is important
🇬🇷 Η στοματική υγιεινή είναι σημαντική
🇪🇸 He lost a dental
🇬🇷 Έχασε ένα δόντι
|
uso cotidiano |