atelier Griego

4 traducciones
Traducción Contexto Audio
común
🇪🇸 El artista trabaja en su atelier.
🇬🇷 Ο καλλιτέχνης δουλεύει στο εργαστήριό του.
🇪🇸 Visitaron el atelier del diseñador.
🇬🇷 Επισκέφτηκαν το εργαστήριο του σχεδιαστή.
formal
común
🇪🇸 Ella pintó en su atelier.
🇬🇷 Αυτή ζωγράφισε στο στούντιο της.
🇪🇸 Voy a visitar el atelier del fotógrafo.
🇬🇷 Πάω να επισκεφθώ το στούντιο του φωτογράφου.
uso cotidiano
formal
🇪🇸 El atelier de reparación de autos.
🇬🇷 Το συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων.
🇪🇸 Trabajan en un atelier de ingeniería.
🇬🇷 Δουλεύουν σε ένα εργαστήριο μηχανικής.
técnico
raro
🇪🇸 Su obra refleja su vida en el atelier.
🇬🇷 Το έργο του αντικατοπτρίζει τη ζωή του στο καλλιτεχνικό εργαστήριο.
🇪🇸 El artista creó en su atelier durante años.
🇬🇷 Ο καλλιτέχνης δημιούργησε στο εργαστήριο του για χρόνια.
literario