tenaz Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Es una persona tenaz que nunca se rinde.
🇬🇷 Είναι ένα επιμονώδες άτομο που ποτέ δεν τα παρατάει.
🇪🇸 Ella mostró una actitud tenaz frente a las dificultades.
🇬🇷 Έδειξε μια επιμονώδη στάση απέναντι στις δυσκολίες.
|
uso cotidiano | |
|
técnico
🇪🇸 El material es tenaz y resistente a la fractura.
🇬🇷 Το υλικό είναι ανθεκτικό και αντέχει σε θραύση.
🇪🇸 La tenacidad del metal se mide mediante pruebas específicas.
🇬🇷 Η ανθεκτικότητα του μετάλλου μετριέται με ειδικές δοκιμές.
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 Un investigador tenaz puede descubrir la verdad.
🇬🇷 Ένας επίμονος ερευνητής μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια.
🇪🇸 Su tenaz esfuerzo dio frutos al final.
🇬🇷 Η επίμονη προσπάθειά του απέδωσε καρπούς στο τέλος.
|
lengua estándar |