ច្របាច់ក Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
πλαγιοκόπηση
raro
🇪🇸 La nave realizó una rápida ច្របាច់ក para evitar el ataque.
🇬🇷 Το πλοίο έκανε μια γρήγορη πλαγιοκόπηση για να αποφύγει την επίθεση.
🇪🇸 El piloto utilizó la técnica de ច្របាច់ក para cambiar de dirección.
🇬🇷 Ο πιλότος χρησιμοποίησε την τεχνική της πλαγιοκόπησης για να αλλάξει κατεύθυνση.
|
técnico | |
|
στρίβω απότομα
común
🇪🇸 El coche ច្របាច់ក para evitar el accidente.
🇬🇷 Το αυτοκίνητο στρίβει απότομα για να αποφύγει το ατύχημα.
🇪🇸 Durante la carrera, el ciclista ច្របាច់ក para adelantar.
🇬🇷 Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο ποδηλάτης στρίβει απότομα για να προσπεράσει.
|
uso cotidiano | |
|
γρήγορη στροφή
común
🇪🇸 El corredor hizo una ច្របាច់ក para cambiar de pista.
🇬🇷 Ο δρομέας έκανε μια γρήγορη στροφή για να αλλάξει λωρίδα.
🇪🇸 La motocicleta realizó una ច្របាច់ក para evitar un obstáculo.
🇬🇷 Η μοτοσυκλέτα έκανε μια γρήγορη στροφή για να αποφύγει ένα εμπόδιο.
|
uso cotidiano |