благосостоя́ние Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
ευημερία
común
🇪🇸 Su bienestar es importante para la comunidad
🇬🇷 Η ευημερία του είναι σημαντική για την κοινότητα
🇪🇸 La política busca promover el bienestar social
🇬🇷 Η πολιτική στοχεύει στην προώθηση της κοινωνικής ευημερίας
|
formal | |
|
ευτυχία
común
🇪🇸 Su bienestar mental es esencial
🇬🇷 Η ευτυχία του ψυχική του ευημερία είναι ουσιώδης
🇪🇸 Buscar el bienestar personal ayuda a una vida plena
🇬🇷 Η αναζήτηση της ευημερίας προσωπικά βοηθά σε μια πλήρη ζωή
|
uso cotidiano | |
|
καλοζωία
raro
🇪🇸 El poeta describe la felicidad y la благосостоя́ние
🇬🇷 Ο ποιητής περιγράφει την ευτυχία και την καλοζωία
🇪🇸 En su obra, se refleja la búsqueda de благосостоя́не
🇬🇷 Στο έργο του αντικατοπτρίζεται η αναζήτηση της ευημερίας
|
literario | |
|
πλούτος
común
🇪🇸 El bienestar económico es crucial para el desarrollo
🇬🇷 Ο πλούτος είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη
🇪🇸 El país busca mejorar el благосостоя́не de sus ciudadanos
🇬🇷 Η χώρα προσπαθεί να βελτιώσει τον πλούτο των πολιτών της
|
formal |