управля́ть Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Él sabe gestionar bien su equipo.
🇬🇷 Αυτός ξέρει καλά να διαχειρίζεται την ομάδα του.
🇪🇸 La empresa gestiona sus recursos eficientemente.
🇬🇷 Η εταιρεία διαχειρίζεται τους πόρους της αποδοτικά.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 El sistema permite gestionar múltiples dispositivos.
🇬🇷 Το σύστημα επιτρέπει τον έλεγχο πολλαπλών συσκευών.
🇪🇸 Este software ayuda a gestionar bases de datos.
🇬🇷 Αυτό το λογισμικό βοηθά στη διαχείριση βάσεων δεδομένων.
|
técnico | |
|
raro
🇪🇸 El líder gestiona con sabiduría y justicia.
🇬🇷 Ο ηγέτης καθοδηγεί με σοφία και δικαιοσύνη.
🇪🇸 El protagonista gestiona su destino con determinación.
🇬🇷 Ο πρωταγωνιστής καθοδηγεί τη μοίρα του με αποφασιστικότητα.
|
literario | |
|
común
🇪🇸 Sé cómo gestionar bien las tareas en casa.
🇬🇷 Ξέρω πώς να χειρίζομαι καλά τις δουλειές στο σπίτι.
🇪🇸 Ella gestiona su negocio con éxito.
🇬🇷 Αυτή χειρίζεται την επιχείρησή της με επιτυχία.
|
uso cotidiano |